απαισιόδοξος -η -ο Adj.  [apesiodoksos -i -o, apesiothoksos -i -o, apaisiodoksos -h -o]

  Adj.
(51)

GriechischDeutsch
"Ο χάρτης πορείας φαίνεται αρκετά απαισιόδοξος όσον αφορά τις δυνατότητες μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στις οδικές μεταφορές."Die Möglichkeit eines CO2-armen bzw. freien Straßengüterverkehrs wird in dem Fahrplan eher pessimistisch eingestuft.

Übersetzung bestätigt

1.7 Ο χάρτης πορείας φαίνεται αρκετά απαισιόδοξος όσον αφορά τις δυνατότητες μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στις οδικές μεταφορές.1.7 Die Möglichkeit eines CO2-armen bzw. freien Straßengüterverkehrs wird in dem Fahrplan eher pessimistisch eingestuft.

Übersetzung bestätigt

Κύριε Paulo Casaca, επιτρέψτε μου να σας πω ότι τελικώς δεν είμαι δα και τόσο απαισιόδοξος όσον αφορά το πώς εξελίχθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση προς την κατεύθυνση της διαμόρφωσης μιας ηθικής διάστασης, και ειδικότερα προς την κατεύθυνση της απόκτησης νομικών οργάνων που θα της δίδουν τη δυνατότητα να αντεπεξέρχεται σε νεοεμφανιζόμενες καταστάσεις, όπως είναι συγκεκριμένα αυτές που αναφέρατε.Herr Abgeordneter Paulo Casaca! Ich möchte Ihnen sagen, daß ich trotz allem nicht so pessimistisch bin, was die Art und Weise betrifft, wie sich die Europäische Union im Sinne der Herausbildung einer ethischen Dimension entwickelt hat, insbesondere der Schaffung von Rechtsmechanismen, mit denen sie auf neue, vor allem hier von Ihnen genannte Situationen vorbereitet ist.

Übersetzung bestätigt

Αν και αυτά τα συμβάντα δημιουργούν λόγους ανησυχίας, δεν θα ήθελα να είμαι υπερβολικά απαισιόδοξος σχετικά με το μέλλον του Χονγκ Κονγκ.Zwar geben die geschilderten Vorfälle zweifellos Anlass zur Sorge, allzu pessimistisch in die Zukunft Hongkongs wollte ich aber trotzdem nicht schauen.

Übersetzung bestätigt

Για τους λόγους αυτούς θα μπορούσε κανείς να είναι απαισιόδοξος.Das kann einen dazu verleiten, pessimistisch zu werden.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • απαισιόδοξος (maskulin)
  • απαισιόδοξη (feminin)
  • απαισιόδοξο (neutrum)


Griechische Definition zu απαισιόδοξος -η -ο

απαισιόδοξος -η -ο [apesióδoksos] : που κατέχεται από απαισιοδοξία, που βλέπει συνήθ. μόνο την άσχημη πλευρά των πραγμάτων. ANT αισιόδοξος: Είναι άνθρωπος με απαισιόδοξη διάθεση / ιδιοσυγκρασία. Aπαισιόδοξο έργο / βιβλίο. Οι προβλέψεις του είναι πάντα απαισιόδοξες. || που προβλέπει τη μη ευνοϊκή έκβαση μιας υπόθεσης: Ο γιατρός ήταν απαισιόδοξος -η -ο για την έκβαση της αρρώστιας.

[λόγ. απ(ο)- αισιόδοξος]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback